Ο x κάθε μέρα πηγαίνει στο μαγαζί. Τακτοποιεί, καθαρίζει, οργανώνει τις πωλήσεις της ημέρας. Έχει άγχος να τα κάνει όλα σωστά.
Φροντίζει την αποθήκη. Το προϊόν είναι ευαίσθητο. Μέσα σε δύο εβδομάδες πρέπει να φτάσει στον καταναλωτή. Είναι υπεύθυνος για τις πωλήσεις. Έχει άγχος να βρει αγοραστές.
Οι καιροί είναι δύσκολοι και η κρίση, οικονομική. Οι πελάτες δεν πληρώνουν. Έχει άγχος να κάνει τις εισπράξεις.
Ο x δεν έχει ωράριο. Η δουλειά είναι απαιτητική. Όταν ο πελάτης χρειαστεί προϊόν, ο x πρέπει να είναι εκεί. Και Σάββατο και Κυριακή. Το κινητό του x χτυπά διαρκώς. Ακόμη και στο σπίτι. Ακόμη και το βράδυ.
Όχι από το αφεντικό του. Από τους πελάτες.
Το αφεντικό δεν έχει άγχος. Ούτε για τις παραγγελίες, ούτε για τις πωλήσεις, ούτε για τις εισπράξεις. Το άγχος το έχει ο x.
Ο x δεν έχει απαιτήσεις. Δύσκολο να βρει άλλη δουλειά. Τις απαιτήσεις τις έχουν οι πελάτες. Λιανέμποροι και καταναλωτές.
Οι πελάτες απαιτούν προϊόν εδώ και τώρα. Βράδυ, πρωί, αργία, γιορτή. Ο x τρέχει να εξυπηρετήσει. Αν δεν πάει, χάνει τη δουλειά του.
Το αφεντικό αφήνει τον x να εξυπηρετήσει. Αν δεν το κάνει, θα το κάνει ο ανταγωνιστής και θα χάσει κι αυτός τη δουλειά του.
___ . ___
Τα παραπάνω περιγράφουν την εργασιακή κατάσταση που βιώνει ένας φίλος που εργάζεται ως υπάλληλος σε αποθήκη διανομής ενός ευαίσθητου προϊόντος. Στη θέση του x μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε και η οποιαδήποτε αφού, αυτοί που βιώνουν σήμερα μια τέτοια κατάσταση γίνονται όλο και περισσότεροι.
Παλιά αυτός που καταπίεζε και εκμεταλλευόταν τον εργαζόμενο ήταν ο εργοδότης. Ο εργοδότης ήταν το αφεντικό και επέβαλε τους δικούς του όρους στον εργαζόμενο. Αν δεν του άρεσε, τον απέλυε και προσλάμβανε άλλον - ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης όπου η προσφορά εργασίας είναι αυξημένη και οι θέσεις εργασίες, λίγες.
Στις μέρες μας το αφεντικό δεν είναι πια ο εργοδότης, είναι ο καταναλωτής. Αυτός είναι που επιβάλλει τους όρους του, όπως να ψωνίζει τις Κυριακές, τις νύχτες, τα μεσημέρια, τις αργίες και όποτε άλλοτε του το υπαγορεύουν οι κακομαθημένες του ‘’ανάγκες’’, όπως πχ να παραγγέλνει στο σπίτι φαγητό ακόμη και με αντίξοες καιρικές συνθήκες, αδιαφορώντας για την επικινδυνότητα στην οποία υποβάλλει τον εργαζόμενο. Αυτός είναι που συνωστίζεται στην ουρά του ταμείου με το καρότσι του γεμάτο ακριβώς την ώρα που είναι να σχολάσει η ταμίας ή που ζητάει επιτακτικά από τις εργαζόμενες να ανοίξουν κι άλλο ταμείο για να μην περιμένει ούτε ένα λεπτό στη σειρά του.
Το αφεντικό τώρα είναι ο καταναλωτής. Αν δεν του αρέσει του εργαζόμενου, χάνει τη δουλειά του. Αν δεν του αρέσει του εργοδότη, κλείνει το μαγαζί του.
Ένα νέο αφεντικό, απρόσωπο και πολυπρόσωπο συγχρόνως, που δεν σέβεται ούτε τις ανάγκες του εργαζόμενου, ούτε τις ανάγκες του εργοδότη, ούτε το δικαίωμά τους στον ελεύθερο χρόνο και στην προσωπική τους ζωή.
Ένας στυγνός καταναλωτής που, αντί να χαλιναγωγήσει τον καπιταλισμό με την τεράστια δύναμή του, έγινε ο χειρότερος εκφραστής του.
Τα πάντα για την ικανοποίηση του πελάτη. Ενός πελάτη που έχει εξελιχθεί σε έναν ανικανοποίητο καταναλωτή, μαγεμένο από την πληθώρα των καταναλωτικών προϊόντων και αγχωμένο μέσα στις ψεύτικες ανάγκες του. Ενός πελάτη που έχει χάσει παντελώς την ανθρωπιά του.
Τα πάντα για τον αχόρταγο καταναλωτισμό που επενδύει στην υλική και αφήνει ανένδυτη την άυλη ύπαρξή μας.
Τελικά φτιάξαμε ένα κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, έτσι όπως το προέβλεψε ο Μαρξ: ένα σύστημα που «εξαναγκάζει τον εκμεταλλευτή να υποδουλώνει το θύμα της εκμετάλλευσής του και να διαρπάζει και από τους δυο την ελευθερία τους».
ΓΡ 25/11/2017