Λαϊκή αγορά και κορωνοϊός

Οι παραγωγοί του πρωτογενούς τομέα αποτελούν την κορωνίδα της αγροτικής οικονομίας σε κάθε οικονομική συγκυρία, ακόμη και σε αυτήν του κορωνοϊού.
Οι λαϊκές αγορές αποτελούν για πολλούς παραγωγούς τον κυριότερο ή ακόμη και τον αποκλειστικό τρόπο και τόπο διάθεσης των προϊόντων τους. Επιπλέον, ο χρόνος διάθεσής τους είναι καθοριστικής σημασίας λόγω της εποχικότητας των ειδών τους. Τα είδη αυτά, λόγω ευπάθειας και εποχικότητας, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ιδιαίτερα και κατά προτεραιότητα σε σχέση με άλλα είδη (πχ. είδη ρουχισμού).
Γι’ αυτόν τον λόγο, οι λαϊκές θα πρέπει να είναι ανοιχτές, τουλάχιστον για τα αγροδιατροφικά προϊόντα. Ωστόσο, είναι κατανοητή η μείωση εισοδήματος και των υπόλοιπων κλάδων που συμμετέχουν σ’ αυτές και θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα και γι’ αυτούς, στο μέτρο του δυνατού. Η λειτουργία μεγάλων καταστημάτων που συνδυάζουν ρούχα και τρόφιμα δημιουργούν συνθήκες μη υγιούς ανταγωνισμού, στην τοπική αγορά.
Ανοιχτές θα πρέπει να είναι όλες οι λαϊκές και όχι μόνο οι πράσινες. Οι παραγωγοί αγροδιατροφικών προϊόντων των λαϊκών αγορών δεν διαθέτουν τους κατάλληλους χώρους αποθήκευσης και συντήρησης των προϊόντων τους. Μόνο οι πράσινες λαϊκές, δεν αρκούν για τη διάθεση της παραγωγής τους, με αποτέλεσμα να χάνουν σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους. Ακόμη και σε σχέση με την πανδημία, όσες περισσότερες λαϊκές λειτουργούν, τόσο περισσότερο θα μοιράζεται ο κόσμος και θα αποφεύγεται ο συγχρωτισμός και ο συνωστισμός.
Οι λαϊκές θα πρέπει να είναι ανοιχτές για όλους τους παραγωγούς και όχι μόνο για τους ντόπιους. Μέλημα κάθε δήμου θα πρέπει να είναι η τόνωση της ντόπιας αγοράς γενικότερα και όχι μόνο των ντόπιων παραγωγών. Διαφορετικά, οι μη ντόπιοι παραγωγοί θα στερούνται σημαντικό μέρος της πελατείας τους και οι ντόπιοι καταναλωτές θα στερούνται τη δυνατότητα αγοράς ανταγωνιστικών-φτηνών προϊόντων. Η διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού, τόσο μεταξύ λαϊκών αγορών και σούπερ μάρκετ, όσο και μεταξύ ντόπιων και μη ντόπιων παραγωγών, αποβαίνει πάντα προς όφελος του ντόπιου καταναλωτή.
Σχετικά με τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα που πρέπει να υπάρχουν, θα μπορούσε να γίνει μια στοιχειώδης χωροταξική οριοθέτηση των λαϊκών αγορών και έλεγχος του αριθμού των καταναλωτών που βρίσκονται μέσα σ’ αυτές, κατά τον ίδιο τρόπο που γίνεται και στα σούπερ μάρκετ. Το μέτρο του ενός ατόμου ανά 20 τμ, με δύο μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον, θα είναι ακόμη πιο αποτελεσματικό σε μια υπαίθρια αγορά, απ’ ό,τι σε ένα κλειστό σούπερ μάρκετ. Στον έλεγχο του αριθμού των εισερχόμενων ατόμων θα μπορούσαν να συμβάλουν οικειοθελώς και οι ίδιοι οι παραγωγοί.
Ακόμη, προκειμένου να μειωθεί όσο γίνεται περισσότερο η διασπορά του ιού, θα ήταν καλό οι υπαίθριοι πωλητές να μη διαλαλούν μεγαλόφωνα τα προϊόντα τους, μετατρέποντας έτσι τη λαϊκή σε μια ‘’σιωπηλή λαϊκή αγορά’’ (silent market), κατά το πρότυπο των σιωπηλών αεροδρομίων.
Επίσης, ένα αποτελεσματικό μέτρο θα μπορούσε να είναι ο επιμερισμός της λαϊκής αγοράς σε μικρότερες, ώστε αυτή να μην αποτελεί πόλο έλξης μεγάλου αριθμού καταναλωτών.
Η κατάλληλη σήμανση στις εισόδους και εξόδους της λαϊκής θα λειτουργούσε συμπληρωματικά στην ευσυνειδησία των πολιτών, προτρέποντάς τους να τηρήσουν την απαιτούμενη φυσική απόσταση.
Η ανάγκη των πολιτών για φρέσκα και φτηνά αγροδιατροφικά προϊόντα μπορεί να συνδυαστεί και να συνυπάρξει με την ανάγκη για την προστασία τους από τον κορωνοϊό και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο στις ανοιχτές λαϊκές αγορές.

Εφημερίδα Γνώμη 15-4-20

Comments are closed.